- αυτενεργώ
- -ησα, ενεργώ από μόνος μου κι όχι κινούμενος από άλλους: Το παιδί δεν ενδιαφερόταν για τίποτε, γιατί δεν είχε μάθει να αυτενεργεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.