αυτενεργώ

αυτενεργώ
-ησα, ενεργώ από μόνος μου κι όχι κινούμενος από άλλους: Το παιδί δεν ενδιαφερόταν για τίποτε, γιατί δεν είχε μάθει να αυτενεργεί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αυτενεργώ — αὐτενεργῶ ( έω) ενεργώ από μόνος μου, με τη θέλησή μου, χωρίς να παρακινούμαι από άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτενεργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Γ. Αντωνόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • αυτενεργώ — αυτενεργώ, αυτενέργησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”